- πεθυμητικός
- -ή και -ιά, -όεπιθυμητός, ποθητός, αυτός που τόν ποθεί και τόν περιμένει κανείς («η ώρα η πεθυμητική ήρθεν, οπ' ανιμένα [περίμεναν]», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμητικός με αφομοιωτική τροπή τού -ι- σε -ε- και σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-].
Dictionary of Greek. 2013.